αντιστύλι

αντιστύλι
το
-ιού, αντιστήριγμα, προστασία (προστάτης): Ο μεγάλος της γιος ήταν το αντιστύλι του σπιτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιστύλι — το 1. αντέρεισμα, υποστήριγμα 2. στήριγμα, υποστήριγμα, προστάτης …   Dictionary of Greek

  • αντιρίμι — το 1. αντιστύλι, υποστήριγμα 2. το αντίριμα …   Dictionary of Greek

  • αντιστυλώνω — 1. στηρίζω από το αντίθετο μέρος, αντιστηρίζω 2. υποβαστάζω με αντιστύλι το φορτίο υποζυγίου 3. ( ομαι) ανορθώνομαι για να αντισταθώ, παίρνω δυνάμεις, εμψυχώνομαι …   Dictionary of Greek

  • αντιστύλωμα — το 1. το να αντιστυλώνει, να υποστηρίζει κάποιος κάτι 2. το αντιστύλι …   Dictionary of Greek

  • δυναμωτάρι — το ξύλινο ή σιδερένιο αντικείμενο που τοποθετείται για στήριξη, υποστήριγμα, αντιστύλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”